- αρμάδα
- ηο μεγάλος πολεμικός στόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (βενετ.) armada «πλήθος ενόπλων, στρατός, στόλος» ή, κατ' άλλους < (ισπαν.) Armada, ο μεγάλος ισπανικός στόλος που νικήθηκε το 1588 από τον αγγλικό στόλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρμάδα — η (λ. βενετσιάνικη), πολεμικά πλοία, στόλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αήττητη Αρμάδα — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκε ο στόλος που συγκρότησε ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας, με σκοπό να καταφέρει τελειωτικό πλήγμα στην αγγλική ναυτική δύναμη, που είχε αρχίσει να ανταγωνίζεται επικίνδυνα την Ισπανία. Ο στόλος περιλάμβανε 132… … Dictionary of Greek
αρμάτα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόνιτσας. * * * (I) η η αρμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. armata «στόλος» (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo… … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Έρσκιν, Τόμας — (Τhomas Erskine, 1750 – 1764). Άγγλος δικηγόρος. Διακρίθηκε ως συνήγορος σε διάφορες υποθέσεις για την υπεράσπιση των ελευθεριών του ατόμου. Ο Έ. άρχισε τη σταδιοδρομία του στο πολεμικό ναυτικό, αλλά σύντομα παραιτήθηκε από το ναυτικό και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek